Dictionary of Greek. 2013.
ματόπονος — ο ο πόνος του ματιού, πονόματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονόματος — ο πόνος στο μάτι, ματόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)